ανεπρόκοπος

ανεπρόκοπος
ανεπρόκοφτος, η , ο
1) неудачливый, невезучий; 2) ленивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανεπρόκοπος" в других словарях:

  • ανεπρόκοπος — ανεπρόκοπος, η, ο και ανιπρόκοπος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προκόβει στη ζωή του, κακομοίρης, τεμπέλης, αχαΐρευτος: Είδες τον ανεπρόκοπο, άφησε τις ελιές αμάζευτες και τις πήραν οι βροχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεπρόκοπος — η, ο (κ. βος, φτος) αυτός που δεν έχει προκοπή, δεν ευδοκιμεί, δεν προοδεύει, αχαίρευτος, κακομοίρης …   Dictionary of Greek

  • αχαΐρευτος — η, ο [χαΐρι] 1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος 2. ο άτυχος, ο κακότυχος 3. δύστροπος, κακός 4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος 5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτο το γεννητικό όργανο …   Dictionary of Greek

  • μαγκουφιά — η 1. η ιδιότητα τού μαγκούφη, το να ζει κάποιος μόνος 2. το να είναι κάποιος αποτυχημένος, ανεπρόκοπος 3. κακομοιριά, κακοριζικιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούφης + κατάλ. ιά (πρβλ. γρουσουζιά, γυφτ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • μαγκούφης — α, ικο, θηλ. και ισσα 1. (κυρίως για γέροντα άγαμο) αυτός που ζει χωρίς οικογένεια, μόνος, έρημος 2. (ιδίως ως βρισιά) άνθρωπος ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, ελεεινός 3. (για ζώα) αδέσποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. valif «κληροδότημα», αντί βαγκούφης, με …   Dictionary of Greek

  • ρεμπεσκές — ο, Ν 1. αυτός που αποφεύγει τη δουλεία και τον κόπο, φυγόπονος 2. ανεπρόκοπος, τεμπέλης 3. αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης προέλευσης. Κατά μία ελάχιστα πιθανή άποψη < αλβ. rrebesh «ατύχημα»] …   Dictionary of Greek

  • απρόκοπος — η, ο βλ. ανεπρόκοπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχαΐρευτος — η, ο αυτός που δε βλέπει χαΐρι, προκοπή, ο άτυχος, ο ανεπρόκοπος: Έφυγε ο αχαΐρευτος από τη δουλειά που του είχαμε βρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγκούφης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια: Δεν ήθελε να παντρευτεί και έμεινε μαγκούφης. 2. μτφ., κακομοίρης, ανεπρόκοπος: Τέτοιος μαγκούφης που είναι πώς να βρει δουλειά! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»